αξεχώριστος

αξεχώριστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε χωριστά: Είχε κάνει το λάθος να βάλει τα βιβλία στα ράφια αξεχώριστα.
2. αχώριστος: Ήταν από χρόνια φίλοι αξεχώριστοι.
3. αδιανέμητος: Η πατρική περιουσία ήταν ακόμη αξεχώριστη.
4. δυσκολοδιάκριτος: Οι διαφορές ανάμεσα σ' ορισμένα ζώα και φυτά είναι αξεχώριστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αξεχώριστος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να ξεχωριστεί, να τοποθετηθεί χωριστά από κάποιον ή από κάτι 2. αδιανέμητος, αδιαίρετος («κληρονομικά αξεχώριστα») 3. εκείνος που δεν μπορούμε να τον ξεχωρίσουμε, να τον διακρίνουμε από κάποιον άλλο («αυτά τα… …   Dictionary of Greek

  • αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος …   Dictionary of Greek

  • αδιάλυστος — η, ο, [διαλύνω] 1. (για κλωστές) αυτός που δεν διαχωρίστηκε από άλλες ουσίες, ο αξεχώριστος 2. (για τα μαλλιά) αχτένιστος 3. ανερμήνευτος, ανεξήγητος …   Dictionary of Greek

  • αδιαχώριστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος: Οι δυο τους είχαν συμφέροντα κοινά και αδιαχώριστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπόσπαστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος, αξεκόλλητος: Οι δυο τους έχουν συνδεθεί αναπόσπαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”