αξεχώριστος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να ξεχωριστεί, να τοποθετηθεί χωριστά από κάποιον ή από κάτι 2. αδιανέμητος, αδιαίρετος («κληρονομικά αξεχώριστα») 3. εκείνος που δεν μπορούμε να τον ξεχωρίσουμε, να τον διακρίνουμε από κάποιον άλλο («αυτά τα… … Dictionary of Greek
αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος … Dictionary of Greek
αδιάλυστος — η, ο, [διαλύνω] 1. (για κλωστές) αυτός που δεν διαχωρίστηκε από άλλες ουσίες, ο αξεχώριστος 2. (για τα μαλλιά) αχτένιστος 3. ανερμήνευτος, ανεξήγητος … Dictionary of Greek
αδιαχώριστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος: Οι δυο τους είχαν συμφέροντα κοινά και αδιαχώριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπόσπαστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος, αξεκόλλητος: Οι δυο τους έχουν συνδεθεί αναπόσπαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)